- φθειροκομίδης
- φθειρο-κομίδης, ὁ, der Läuse nährt, ein lausiger Kerl
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φθειροκομίδης — lousy fellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροκομίδης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ φθεῑρας τρέφων». [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό, σχηματισμένο από ένα αμάρτυρο *φθειρόκομος (< φθείρ, φθειρός + κομῶ «φροντίζω») με κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek